Παρασκευή 10 Δεκεμβρίου 2010

ΗΘΗ ΚΑΙ ΕΘΙΜΑ ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΩΝ



Τον καιρό που στον κόσμο κυριαρχούσαν οι Ρωμαίοι, ο αυτοκράτορας Αύγουστος έβγαλε διαταγή να γραφτούν όλοι οι υπήκοοί του σε καταλόγους. Ήθελε να δει πόσο πληθυσμό είχε το απέραντο κράτος του.
Ένα μεγάλο πηγαινέλα αναστάτωσε όλη την Παλαιστίνη, γιατί η απογραφή έπρεπε να γίνει στον τόπο καταγωγής του καθενός. Η Μαρία και ο Ιωσήφ κατάγονταν από τη γενιά του Δαβίδ. Έπρεπε λοιπόν να πάνε στη Βηθλεέμ.
Φτάνοντας εκεί, χτύπησαν όλες τις πόρτες. Μα ούτε σε σπίτι ούτε σε πανδοχείο βρήκαν δωμάτιο. Επειδή η Παναγία ήταν ετοιμόγεννη, ένας πανδοχέας τη λυπήθηκε και τους επέτρεψε να μείνουν στο στάβλο με τα ζώα.

Εκεί, στο στάβλο γεννήθηκε ο Χριστός. Η μητέρα του τον σπαργάνωσε και τον κοίμισε πάνω στα άχυρα, μέσα στο παχνί. Ολόγυρα τα ζώα τού κρατούσαν συντροφιά και τον ζέσταιναν με την ανάσα τους.
Ήταν χειμωνιάτικη και κρύα νύχτα.
Έξω στον κάμπο, βοσκοί φύλαγαν τα πρόβατά τους και δεν έπεφταν να κοιμηθούν, μην έρθει ο λύκος και τους τα φάει. Έξαφνα, φως μεγάλο έλαμψε κι ένας άγγελος παρουσιάστηκε μπροστά τους.
Οι ποιμένες τρόμαξαν πολύ. Μα ο άγγελος τους είπε:
«Μη φοβάστε, γιατί σας φέρνω μια καλή είδηση που σ’ όλο τον κόσμο θα δώσει χαρά. Σήμερα στην πόλη του Δαβίδ γεννήθηκε ο Σωτήρας, που είναι ο Χριστός ο Κύριος. Και το σημείο που θα σας οδηγήσει θα είναι τού
το: θα βρείτε βρέφος φασκιωμένο και ξαπλωμένο σε παχνί».
Κι εκεί που μιλούσε ακόμα ο άγγελος, έξαφνα άνοιξαν τα ουράνια, και στρατός αγγέλων ενώθηκε μαζί του και δοξολογούσε κι έλεγε: «Δόξα εν υψίστοις Θεώ κι επί γης ειρήνη εν ανθρώποις ευδοκία», που σημαίνει: «Δόξα στο Θεό, που βρίσκεται στα επουράνια. Με τη γέννησή του ήλθε στη γη σωτηρία. και στους φανερώθηκε όλη η καλή διάθεση και η αγάπη που έχει ο Θεός γι’ αυτούς».
Χάθηκαν οι άγγελοι και σηκώθηκαν τότε οι βοσκοί και πήγαν στη Βηθλεέμ, βρήκαν το στάβλο, όπως τους είχε πει ο άγγελος, και, μπαίνοντας, είδαν το βρέφος που κοιμόταν στο παχνί και τη μητέρα του που καθόταν πλάι του. Με συγκίνηση γονάτισαν μπρος στο παχνί και προσκύνησαν.

Τον καιρό που γεννήθηκε ο Χριστός ζούσαν στην Ανατολή τρεις άνθρωποι πολύ σοφοί. Γι’ αυτό τους έλεγαν Μάγους. Αυτοί, που από χρόνια μελετούσαν τα ουράνια σώματα, ξαφνικά παρατήρησαν ένα πρωτόφαντο αστέρι. Έβγαλαν λοιπόν το συμπέρασμα ότι γεννήθηκε ο Σωτήρας του κόσμου. Το αστέρι αυτό τους οδήγησε στην Ιερουσαλήμ.
Οι κάτοικοι της Ιερουσαλήμ, που περίμεναν τον ελευθερωτή βασιλιά, αναστατώθηκαν, όταν είδαν τους Μάγους. Μα πιο πολύ απ’ όλους αναστατώθηκε ο Βασιλιάς Ηρώδης, γιατί φοβόταν μήπως κάποιος του πάρει το θρόνο.
Φώναξε λοιπόν τους συμβούλους του και ζήτησε να μάθει πού λένε οι Γραφές ότι θα γεννηθεί αυτός ο βασιλιάς. Εκείνοι του διάβασαν το ιερό βιβλίο με τις προφητείες που έλεγε ότι θα γεννηθεί στη Βηθλεέμ της Ιουδαίας.

Αμέσως ο Ηρώδης κάλεσε τους Μάγους στο παλάτι και τους ρώτησε πότε ακριβώς είδαν το αστέρι. Έπειτα τους έστειλε στη Βηθλεέμ, λέγοντάς τους: «Πηγαίνετε με το καλό. Ψάξτε να βρείτε το παιδί κι ελάτε να με ειδοποιήσετε, για να πάω κι εγώ να το προσκυνήσω».
Οι Μάγοι έφυγαν, ακολουθώντας το αστέρι, που τους οδήγησε ως το μέρος όπου βρισκόταν το παιδί. Μπήκαν μέσα, γονάτισαν και το προσκύνησαν. Ύστερα του πρόσφεραν τα δώρα τους: χρυσάφι, λιβάνι και σμύρνα (αρώματα).
Μετά την προσκύνηση, άγγελος Κυρίου τους πρόσταξε να μην πάνε πίσω στον Ηρώδη, αλλά να φύγουν από άλλο δρόμο, γιατί ο Ηρώδης είχε κακό σκοπό για το παιδί.
Οι τρεις Μάγοι έφυγαν από άλλο δρόμο για την πατρίδα τους, γιατί δεν ήθελαν να τους δει και να τους ρωτήσει ο βασιλιάς Ηρώδης, που γύρευε το κακό του παιδιού.
Μόλις όμως έφυγαν οι Μάγοι, ο άγγελος παρουσιάστηκε στον Ιωσήφ και του είπε:
- Σήκω, πάρε το παιδί και τη μητέρα του και φύγετε για την Αίγυπτο. Θα μείνετε εκεί ώσπου να σου πω, γιατί ο Ηρώδης θα ψάξει να βρει το παιδί για να το σκοτώσει.
Υπακούοντας στο θέλημα του Θεού, ο Ιωσήφ πήρε τη μητέρα και το παιδί και φύγανε νύχτα για την Αίγυπτο. Έτσι βγήκε αληθινός ο λόγος που είχε πει ο προφήτης Ωσηέ, πολλά χρόνια προτού γεννηθεί ο Χριστός: «Από την Αίγυπτο κάλεσα τον Υιό μου».
Αργότερα, όταν ο Ηρώδης είχε πια πεθάνει, παρουσιάστηκε ξανά ο άγγελος στον Ιωσήφ και του παράγγειλε να πάρει τον Ιησού και τη Μαρία και να γυρίσουν πίσω στην Παλαιστίνη. Γύρισαν πραγματικά, και πήγαν να μείνουν στη μικρή πόλη που την έλεγαν Ναζαρέτ, πατρίδα της Παναγίας. Εκεί μεγάλωσε ο Ιησούς.

Γι’ αυτό αργότερα τον είπαν Ναζωραίο.
Το Χριστόψωμο…
Το «ψωμί του Χριστού» το έφτιαχνε, την παραμονή των Χριστουγέννων, η νοικοκυρά με ιδιαίτερη ευλάβεια και με ειδική μαγιά (από ξερό βασιλικό κ.λ.π.).Απαραίτητος επάνω, χαραγμένος ο σταυρός. Γύρω - γύρω διάφορα διακοσμητικά σκαλιστά στο ζυμάρι ή πρόσθετα στολίδια. Αυτά τόνιζαν το σκοπό του χριστόψωμου και εξέφραζαν τις διάφορες πεποιθήσεις των πιστών.
Την ημέρα του Χριστού, ο νοικοκύρης έπαιρνε το χριστόψωμο, το σταύρωνε, το έκοβε και το μοίραζε σ’ όλη την οικογένειά του και σε όσους παρευρίσκονταν στο χριστουγεννιάτικο τραπέζι. (Μερικοί εδώ βλέπουν ένα συμβολισμό της Θείας κοινωνίας. Όπως ο Χριστός έδωσε τον άρτον της ζωής σε όλη την ανθρώπινη οικογένειά του...).
Γύρω από το χριστόψωμο υπάρχουν και άλλες παραδόσεις. Αναφέρονται στην ενότητα της Εκκλησίας και των λαών, με συμβολικό πρότυπο την ένωση των κόκκων του σίτου σ΄ ένα ψωμί. Οι λαοί κάποτε θα ενωθούν μ’ ένα ποιμένα, το Χριστό.
(Από το βιβλίο «Ήθη, έθιμα και… άλλα» του Τιμόθεου Κ. Κιλίφη)
…στη Μάνη
Κάθε οικογένεια στο φούρνο του σπιτιού «ρίχνει» τα χριστόψωμα, για να τα κόψει στο τραπέζι των Χριστουγέννων ο οικοδεσπότης σταυρώνοντάς τα, και ευχόμενος «Χρόνια πολλά και του χρόνου». Τα χριστόψωμα κατασκευάζονται όπως το ψωμί, μόνο που στολίζονται με σταυρούς και ποικίλα στολίδια ανάλογα με την καλαισθησία της νοικοκυράς.
(Από το περιοδικό «Αδούλωτη Μάνη»)
…στη Σπάρτη
Στη Σπάρτη, σε κάθε σπίτι, δυο τρεις μέρες πριν, ζυμώνουν 1 – 15 καρβέλια ψωμί. Το ένα, που το τρώνε ανήμερα των Χριστουγέννων, είναι το ψωμί του Χριστού και το πλάθουν σε σχήμα σταυρού από ζύμη. Τα’ άλλα χριστόψωμα τα κάνουν με μύγδαλα και καρύδια.
(Από το περιοδικό «Ουράνιο Τόξο»)
…στους Σαρακατσάνους
Οι Σαρακατσάνοι τσοπάνηδες φτιάχνουν δύο χριστόψωμα. Το πρώτο, το καλύτερο και με τα πιο πολλά κεντίδια, είναι για το Χριστό «για να τους φυλάει και να τους βλογάει». Πάνω του σκαλίζουν ένα μεγάλο σταυρό – φεγγάρι με πέντε λουλούδια.
Το δεύτερο, η τρανή Χριστοκουλούρα ή Ψωμί του Χριστού, είναι για τα πρόβατα. Έτσι τα τιμά ο βοσκός και τα βλογά ο Χριστός. Στη Χριστοκουλούρα παριστάνεται με ζύμη, όλη η ζωή της στάνης, δηλαδή η μάντρα, τα πρόβατα, οι βοσκοί κ.λ.π.
(Από το περιοδικό «Ουράνιο Τόξο»)
…στην Κεφαλονιά
Χαρακτηριστική είναι μια κεφαλλονίτικη συνήθεια. Όλο το σόι συγκεντρώνεται στο σπίτι του πιο ηλικιωμένου. Στο πάτωμα τοποθετούν τρία δαυλιά «χιαστί» και πάνω τους βάνουν την «κουλούρα».
Όλοι κάνουν ένα κλοιό γύρω ακουμπώντας καθένας με το δεξί του χέρι την κουλούρα. Ύστερα ο νοικοκύρης ψάλλει το «Η γέννησή σου Χριστέ ο Θεός…» και ρίχνει λάδι στα δαυλιά, βάζοντάς τα στη φωτιά. Μετά κόβει την κουλούρα, τη μοιράζει και δειπνούν όλοι μαζί.
(Από το περιοδικό «Ουράνιο Τόξο»)
…στην Κρήτη
Το χριστουγεννιάτικο ψωμί το φτιάχνουν οι γυναίκες με ιδιαίτερη φροντίδα και υπομονή. Η ετοιμασία του είναι ολόκληρη ιεροτελεστία: χρησιμοποιούν ακριβά υλικά, ψιλοκοσκινισμένο αλεύρι, ροδόνερο, μέλι, σουσάμι, κανέλα, γαρίφαλα και καθώς ζυμώνουν λένε: "Ο Χριστός γεννιέται, το φως ανεβαίνει, το προζύμι για να γένει."
Όταν πλάσουν το ζυμάρι, παίρνουν τη μισή ζύμη και φτιάχνουν μια κουλούρα, ενώ με την υπόλοιπη φτιάχνουν ένα σταυρό με λωρίδες και τον τοποθετούν πάνω στο ψωμί. Στο κέντρο βάζουν ένα άσπαστο καρύδι και στην υπόλοιπη επιφάνεια σχεδιάζουν σχήματα με το μαχαίρι ή με το πιρούνι, όπως λουλούδια , φύλλα, καρπούς, πουλάκια.
Για το χριστουγεννιάτικο τραπέζι, το Χριστόψωμο είναι ευλογημένο ψωμί. Το κόβουν ανήμερα τα Χριστούγεννα, ανταλλάσσοντας πολλές ευχές.

Η φορεσιά της Αργολιδοκορινθίας

Η Αγγελική Χατζημιχάλη, η μάνα της ελληνικής λαογραφίας, ταξιδεύει σ’ όλη την Ελλάδα οπού οι γνήσιοι, απλοί άνθρωποι της υπαίθρου την αγκαλιάζουν και της προσφέρουν την καθημερινότητά τους, της ανοίγουν τη ζωή τους στα μάτια της με τα ήθη, τα έθιμα, τον τρόπο παρασκευής ή κατασκευής από φαγητά, γλυκά, υφαντά μέχρι ξυλόγλυπτα, ασημικά, κεραμικά… στο παρακάτω άρθρο μας περιγράφει με ζωντάνια την φορεσιά της Αργολιδοκορινθίας.


Η επίσημη φορεσιά της Αργολιδοκορινθίας (Μουσείο Μπενάκη)
Η φορεσιά της Αργολιδοκορινθίας ξαπλώνονταν σε όλες τις πόλεις, κωμοπόλεις και χωριά του νομού αυτού. Ο μεγάλος αυτός νομός που αρχίζει από την Περαχώρα, έχει δηλ. βορεινά τα Γεράνια όρη και μέρος του Κορινθιακού κόλπου, δυτικά τα βουνά της Κυλλήνης ( Ζήρειας ), νότια τα βουνά του Αρτεμισίου και τον Αργολικό κόλπο, ανατολικά την χερσόνησο της Ερμιονίδος επί του Σαρωνικού κόλπου και φθάνει μέχρι του ισθμού της Κορίνθου, είχε μια κοινή φορεσιά. Στη μεγάλη αυτή περιοχή επικρατούσε η γνωστή φορεσιά με το σιγκούνι με παραλλαγές μονάχα στα κεντήματα που είχαν στο ποκάμισο, ο τζάκος, η τραχηλιά, η ποδιά. Τα κεντήματα αυτά γινωμένα όλα με μετάξια διακρίνονταν για τον πλούτο, την ιδιομορφία, και την ποικιλία τους. Δημιούργημα της ορεινής Κορινθίας ήταν γνωστά με την ονομασία ως κεντήματα της Στυμφαλίας, της πασίγνωστης από την αρχαιότητα θρυλικής λίμνης η οποία μαζί με την κοιλάδα του Φενεού αποτελούσαν το μεγαλύτερον και ευφορώτερον υψίπεδον της Ζήρειας.
Τα κεντήματα που επικρατούσαν σε ολόκληρη την Αργολιδοκορινθία θεωρούνται από τα εκλεκτότερα της Πελοποννήσου και της Στερεάς Ελλάδος. Έχουν παλιότατη παράδοση σε διακοσμητικά γεωμετρικά θέματα, τεχνοτροπία, χρωματισμούς και ιδιότυπη τεχνική μέθοδο. Είναι όλα μετρητά. Γίνονται δηλ. μετρώντας τις κλωστές του υφάσματος. Για τα κεντήματα αυτά απαιτείται να γίνει κάποτε εκτενής και λεπτομερής μελέτη.
Η φορεσιά διακρίνονταν σε καθημερινή, γιορτινή και νυφική. Τα τμήματά της μοιάζουν με τα τμήματα των στολών της Αττικής, Ελευσίνας, Τανάγρας, Αταλάντης, Αράχωβας κλπ. Όπως και σε κείνες έτσι και σ’ αυτή κύριο τμήμα τους είναι το σιγκούνι που δεν αποχωρίζονταν ποτέ οι γυναίκες ακόμη και στον ύπνο τους. Το θεωρούσαν ντροπή να δεί ο άντρας γυναίκα χωρίς σιγκούνι.
Η καθημερινή φορεσιά είχε διαφορά από την γιορτινή και τη νυφική κυρίως στα κεντήματα. Η καθημερινή ήταν εντελώς σκέτη και είχε ολίγα ή και ελάχιστα κεντήματα, ενώ η γιορτινή και η νυφική είχαν πολλά μεταξωτά κεντίδια σε όλα τα τμήματά τους. Μόνες τους οι γυναίκες γνέθαν το μπαμπάκι, ύφαιναν τα υφάσματα και μόνες τους τα κεντούσαν.
Τα μπαμπάκια τα παίρνανε από το Άργος και τα γνέθανε μαζεμένες καμιά δεκαριά μαζί τα βράδια, πότε στο ένα και πότε στο άλλο σπίτι. Μετάξια δεν βγάζαν όλες οι οικογένειες. Οι πλουσιώτερες τρέφανε μεταξοσκώληκες και αυτές δίνανε στις άλλες όσα κουκούλια χρειάζονταν. Οι ίδιες κατεργάζονταν το μετάξι και το γνέθανε μόνες ρόκα – αδράχτι δηλ. στριμμένο ίσια, λεπτό, κατάλληλο για κέντημα. Ύστερα το βάφανε με διάφορα χρώματα. Για το ποκάμισο και την ποδιά προτιμούσαν το καφετί και το μαύρο και κάπου κάπου βάζανε μερικά τμήματα από κέντημα γινωμένο άλλοτε με κόκκινο άλλοτε με γαλάζιο ή κίτρινο χρώμα. Γι’ αυτό γενικός χρωματισμός σε όλα τους σχεδόν τα ποκάμισα είναι το καφετί ή το μαύρο που ποικίλλονται σποραδικά με τα λίγα παραπάνω χρώματα που αναφέραμε.
Η τραχηλιά όμως είχε άλλοτε αυστηρούς και άλλοτε ζωηρούς χρωματισμούς. Στην περιοχή της Στυμφαλίας και του Φενεού σε όλη την ψηλή περιφέρεια της Ζήρειας ήταν καφετιά σκούρα, ενώ σε όλα τα πεδινά μέρη, στο Άργος, στην Νεμέα, στην Επίδαυρο επικρατούσε το κόκκινο χτυπητό χρώμα.
Τη φορεσιά αποτελούν: Το μισοφόρι, το ποκάμισο, ο μπούστος, ο ονομαζόμενος διμινό με τα πανωμάνικα, τα κατωμάνικα, το σιγκούνι ή η σιαγκούνα, το γιουρντί, η τραχηλιά, το ζωνάρι, η ποδιά.


Κόρη με παραδοσιακή ενδυμασία του Άργους








Ο κεφαλόδεσμος αποτελείται από το τσεμπέρι, τη μαντήλια και τη μπόλια ή το μεσάλι. Τα κοσμήματα είναι: Οι αλυσίδες ή τα λεντίκια, η καδένα με τον σταυρό, τα καρφιτσάλια (οι καρφίτσες), τα πετάλια (βραχιόλια). Γενικά τα κοσμήματα είναι παρόμοια με τα γνωστά στις φορεσιές της Αττικοβοιωτίας, και σε όλες τις φορεσιές με το σιγκούνι, κλπ. Όπως π.χ. οι αλυσίδες, η καδένα με τον σταυρό (εικ. 9), είναι αλυσίδες διάφορες με στρογγυλές πλάκες και ιδιότυπα σχέδια ( ο σταυρός, η Παναγία και πολλά άλλα) ή με τα κρεμασμένα νομίσματα και παράδες, τ’ άσπρα.
Το μισοφόρι, που βάζουνε πρώτο πρώτο είναι το εσωτερικό πουκάμισο. Μαλομπάμπακο, είχε φύλλα φαρδιά και λοξά και χρώμα ολόλευκο. Το στιμόνι γινωμένο με μπαμπάκι το γνέθαν ίσια στ’ αδράχτι για να είναι καλά στριμμένο και το μάλλινο υφάδι δρούγα στ’ αδράχτι για να είναι να είναι απαλό. Το σχήμα του ήταν όμοιο με το ποκάμισο και δεν είχε κανένα στολισμό. Το ποκάμισο, παλιότερα ήταν μακρύ. Γινόταν από χοντρό μπαμπακερό χειρίσιο ύφασμα του αργαλειού. Λεγόταν κοντό, γιατί δεν είχε μανίκια όπως δεν είχαν τα άλλα ποκάμισα της Αττικής, Ελευσίνας, Τανάγρας κλπ. Αργότερα όμως άρχισαν να βάζουν κεντητά μανίκια για ν’ αποφεύγουν τα κατωμάνικα. Στο ποδόγυρο και στα μανίκια το ποκάμισο είχε λιγώτερα ή περισσότερα κεντήματα ανάλογα με τον προορισμό του, καθημερινό, γιορτινό, νυφιάτικο. Εξαιρετικό ποκάμισο ήταν το νυφικό διακοσμημένο μπροστά με μακριές όρθιες ταινίες – κολόνες, που φθάναν έως τη μέση, και λεγόταν κολονάτο. Είχε όμως και άλλες όρθιες ταινίες ολόγυρα μικρότερες. Αλλά και στ’ άλλα ποκάμισα βάζαν κεντήματα ιδιότυπα και μοναδικά στο είδος τους των οποίων δυστυχώς δεν έχουν σωθεί τα ονόματα των σχεδίων.
Στα εξαιρετικά αυτά πρότυπα όλα γεωμετρικά βρίσκομε και διάφορες επιδράσεις από τις γύρω περιοχές όπως π.χ. το ποκάμισο που έχει κέντημα Αττικής στον ποδόγυρο, άλλο ποκάμισο που έχει κέντημα Αράχοβας στα μανίκια και το ποκάμισο με σχέδιο της Τανάγρας τα παιδιά που χορεύουν, στα μανίκια κλπ. Οι γριές φορούσαν ποκάμισα χωρίς κεντήματα. Το νυφικό ποκάμισο το δίνανε να το φορέσουν άλλες δύο νύφες κι’ ύστερα το κρύβανε στην κασέλα για να το βάλουν σάβανο στη νεκραλλαξιά στο μεγάλο ταξίδι.
Ο μπούστος το διμινό, είναι κοντός, παρόμοιος στο σχήμα με το τζάκο της Αττικής κλπ., συγκρατεί τα κεντητά μανίκια που φθάνουν ως τον αγκώνα, τα πανωμάνικα. Έχει κι’ αυτός στα μανίκια όμορφα και ιδιόρρυθμα κεντήματα. Το μπούστο κατάργησαν τα τελευταία χρόνια και στη θέση του βάλανε μανίκια. Τα κατωμάνικα, είναι τα μανίκια που πέφτουν κάτω από τα πανωμάνικα του διμινού και στερεώνονται πρόχειρα στα μανίκια του. Έχουν κι’ αυτά όμορφα ιδιότυπα κεντήματα, όμοια στα σχέδια με τα κεντήματα που έχουν τα πανωμάνικα. Κι αυτά καταργήθηκαν όταν βάλανε μανίκια στο ποκάμισο. Το σιγκούνι ή η σιαγκούνα ήταν ολόασπρη και μακριά. Το ύφασμά της ήταν μάλινο, δίμιτο του αργαλειού νεροτρουβιασμένο και το λέγανε ράσικο. Όταν πάλιωνε το βάφανε γαλάζιο σκούρο σαν μούρο. Η βαφή του γινόταν μ’ ένα θάμνο σαν κουμαριά τον λεγόμενο μελεγύ. Στο βάψιμο ρίχνανε αντί για στήψι, βιτριόλι. Η σιγκούνα ( το ύφασμα) είχε φάρδος 0,35 μ. πόντους όταν τη φέρνανε από τη νεροτριβή.









Η καθημερινή φορεσιά της Αργολιδοκορινθίας ( από το κάτω Μπέλεσι του Άργους)







Σαν την ράβανε οι ντόπιοι ραφτάδες, την κόβανε σε 7 κομμάτια, λόξες και την κεντούσαν ολόκληρη πλάκα με μαλλιά γαλαζοπράσινα. Το κέντημά της έμοιαζε με το κέντημα της παλιάς γαλάζιας σιγκούνας της Αττικής. Αυτή τη σιγκούνα τη συνήθιζαν αργότερα για καθημερινή και φτιάσανε άλλη για καλή με ωραία πολύπλοκα σχέδια γινωμένα με πολύχρωμα μεταξωτά κορδονάκια. Η σιγκούνα αυτή άρχισε σιγά σιγά να κονταίνει, να γίνεται κομψότερη ενώ κρατούσε τον ίδιο πολύχρωμο διάκοσμό της. Οι γριές δεν φορούσαν σιγκούνα αλλά γιούρντα. Η γιούρντα ήταν πάντα γαλάζια σκούρα σα μαύρη και είχε φλόκια εσωτερικά σαν της Αττικής περίπου. Ολόγυρα και στις μασχάλες για να μη ξεφτάει την ρέλιαζαν με τσόχα το ρούχο, όπως και τις σιαγκούνες.
Το ρέλιασμα το λέγανε φυτιλάκι. Η γιούρντα ήταν πάντα γαλάζια σκούρα ή μαύρη και άσπρο ολόγυρα το φυτιλάκι. Κάτω στο τελείωμα, στις δύο γωνίες είχε από μια φούντα άσπρη. Οι γιούρντες ήταν μακριές μέχρι τα γόνατα και οι παλιές σιαγκούνες πολύ πιο κάτω από την περιφέρεια.
Η τραχηλιά, δεν έλειπε ποτέ από καμιά φορεσιά. Ήταν γινωμένη από ύφασμα μπαμπακερό, πανί δίμιτο του αργαλειού κι’ είχε όμορφα γεωμετρικά σχέδια κεντημένα με μετάξια, σε παλιότατη παράδοση και ιδιόρρυθμα σχέδια.
Πολλών το βάθος είναι κατακόκκινο και ποικίλεται με πράσινα μετάξια. Άλλα είναι γινωμένα ολόκληρα με καφέ χρωματισμό. Τα κεντήματα αυτά αξίζουν ιδιαίτερα την προσοχή και την μελέτη μας. Το ζωνάρι, μάλλινο υφασμένο στον αργαλειό, είχε στιμόνι και υφάδι διπλά στριμμένο. Το βάφαν κρεμεζί δηλ. βυσσινί σκούρο κι’ άλλοτε κόκκινο με ριζάρι. Το μάκρος του ήταν δύο οργιές ή πέντε πήχες. Η κάθε οργιά είχε μάκρος όσο είναι και τα δύο χέρια ανοιγμένα δηλ. 2,50 πήχες. Το φάρδος του ήταν 0,30 μ. Το δίπλωναν στα δύο κι’ έτσι το φάρδος γινόταν 0,15 μ. Διπλωμένο το γύριζαν αρκετές βόλτες στη μέση και τα μεγάλα κρόσια του 0.20 μάκρος και τ’ άφηναν να πέφτουν στα πλάγια.
Η ποδιά, δεν έλειπε κι’ αυτή ποτέ από τη φορεσιά. Ήταν από πανί δίμιτο του αργαλειού. Το σχήμα της και ο στολισμός της αποτελούν υπόδειγμα μοναδικό ανάμεσα στις ελληνικές ποδιές. Η καλή νυφική ποδιά είχε σχέδιο κολονάτο που έμοιαζε με του ποκάμισου.
Ο κεφαλόδεσμος. Τον καθημερινό τον αποτελούσαν το τσεμπέρι και η μαντίλια. Το τσεμπέρι, μπαμπακερό μαντίλι με σταμπωτά λουλούδια, το δίπλωναν τριγωνικά και το φορούσαν με τις άκρες στριφογυρισμένες γύρω από το κεφάλι. Πάνω από το τσεμπέρι έπεφτε η μαντίλια. Οι νιές βάζανε κίτρινη μαντίλια με λουλούδια σταμπωτά κι’ οι γριές μαύρη με λίγα χρωματιστά λουλούδια. Η νύφη κι’ όλες οι άλλες γυναίκες στο γάμο, στα πανηγύρια, στις μεγάλες γιορτές, τα Χριστούγεννα, τη Λαμπρή, στις γιορτές των ανδρών τους, φορούσαν πάνω από το τσεμπέρι τη μπόλια ή το μεσάλι. Η μπόλια ή το μεσάλι, είχε μεγάλη διάδοση γύρω σ’ όλη την περιφέρεια.
Φαίνεται πως την φορούσαν τον παλιό καιρό από τα Βίλλια του Κιθαιρώνα ίσαμε την Τσακωνιά και σ’ όλη την Αργολιδοκορινθία. Η μπόλια ή το μεσάλι γινόταν από μπαμπακερό δίμιτο ύφασμα που είχε πλάτος 0.35. Το μάκρος της τον παλιό καιρό ήταν άλλοτε 1,95, άλλοτε 2,70 και άλλοτε 2,90. Τα πλατειά μεταξωτά κεντήματα στις δύο άκρες της μπόλιας πιάνανε όλο το πλάτος του υφάσματος. Είχαν ύψος περίπου 0,30 – 0,50 μ. ανάλογα με τον πλούτο της φορεσιάς και κατέληγαν σε πλούσια κρόσια, με φούντες 0,20 μ. μάκρος. Το κέντημα και τα κρόσια ήταν ολομέταξα σε ποικίλα χρώματα, συνήθως ολοκόκκινα ή καφέ σκούρα, πράσινα κλπ. Οι βελονιές των κεντημάτων ήταν ποικίλες: γαζοβελονιά, πισωβελονιά, σταυροβελονιά και ατζαλωτή βελονιά. Τα ιδιόρρυθμα αυτά κεντήματα έχουν πλήθος σχεδίων και χρωματισμών. Πολλά μάλιστα είναι επηρεασμένα από κεντήματα της Λειβαδιάς των Θηβών και σε αρκετά βρίσκουμε τη Σαρακατσάνικη επίδραση. Τη μπόλια δεν ξέρομε πως τη δένανε τα παλιά χρόνια που γινόταν μακριά. Αργότερα όμως σαν κόντηνε απλωνόταν πάνω στο κεφάλι. Το πλάτος του υφάσματος το σκέπαζε ολόκληρο. Η μια της άκρη η κεντημένη διπλώνονταν γύρω γύρω σαν κουλούρα και στόλιζε το κεφάλι σαν στεφάνι πάνω από το μέτωπο, ενώ οι φούντες πέφτανε πάνω στο δεξί μάγουλο. Η άλλη άκρη της μπόλιας απλώνονταν πάνω στη ράχη έτσι που το πλούσιο κέντημά της να την στολίζει. Σαν κατάργησαν τη μπόλια οι χωρικές της Αργολιδοκορινθίας βάλανε όλες τσεμπέρι και μαντίλι.
Το τσεμπέρι, άσπρο μπαμπακερό μαντίλι, δένανε σφιχτά στο κεφάλι για να συγκρατεί τα μαλλιά. Πάνω στο τσεμπέρι ρίχνανε το μεγάλο άσπρο μπαμπακερό μαντίλι που είχε στους γύρους σταμπωτό διάκοσμο λουλούδια, κλάρες κλπ. Από τα ιδιότυπα έθιμα του γάμου που μοιάζουν με τ’ άλλα ελληνικά, αναφέρομε των αδελφοποιτών, βλάμηδων. Ένα βλάμη με τους δυο γονιούς του να ζούνε, είχε η νύφη κι’ άλλον ένα ο γαμπρός. Αυτοί είχαν το πρόσταγμα σε όλα τα έθιμα του γάμου. Ο βλάμης του γαμπρού όταν πέρνανε τη νύφη από το σπίτι της πήγαινε μπροστά και κρατούσε το φλάμπουρο, που αποτελούνταν από ένα καλάμι που είχε στην κορφή του ένα σταυρό, μ’ ένα μήλο στολισμένο με γαρύφαλλα. Ένα κόκκινο μαντήλι από τουλπάνι απλώνονταν σαν σημαία. Τα προικιά που πέρνανε ήταν ανάλογα με την οικονομική κατάσταση της κάθε νύφης. Τέσσερα – πέντε σιγκούνια, τέσσερα – πέντε μισοφόρια, πέντε – έξη ποκάμισα με διάφορα σχέδια κλπ. Όταν φθάνανε οι νιόνυμφοι ύστερα από τη στέψη στο σπίτι της πεθεράς, η πεθερά τους έδινε μια κουταλιά μέλι, τους έδενε με το μαντίλι και τους τραβούσε μέσα για να είναι ενωμένοι σ’ όλη τους τη ζωή και να μη μαλώνουν.
Σήμερα η στολή έχει πολύ απλοποιηθεί. Κι αυτήν ακόμα την φοράνε μόνον μερικές και σε γιορταστικές περιστάσεις. Το ποκάμισο έγινε μια μπλούζα και μια φούστα. Την μπλούζα τη λένε μπόλκα κι’ είναι συνήθως γινομένη από αλατζά. Φοράνε ένα τριανταφυλλί μεσοφόρι και η φούστα έχει κοφτά κεντήματα ξεκινά για να φαίνεται το ρόζ μεσοφόρι. Ο μπούστος και τα κατωμάνικα φυσικά καταργήθησαν. Το σιγκούνι κόντηνε κι’ έγινε λίγο πιο κάτω από τη μέση ενώ εξακολουθεί να έχει τα παλιά του κεντήματα. Η γιούρντα καταργήθηκε όπως και το ζωνάρι. Η τραχηλιά έγινε απλουστάτη, με χασέ και με κεντήματα που τα λένε αραδίτσες.
Αγγελική Χατζημιχάλη

Ο τοκετός, η περίοδος της λοχείας και το νεογέννητο στη λαϊκή ιατρική

Λαογραφικά στοιχεία για τον τοκετό, τη λεχώνα και το νεογέννητο από την περιοχή της Αργολίδας.
Τα παρακάτω στοιχεία προέκυψαν από συνομιλίες με ηλικιωμένες γυναίκες της περιοχής του Άργους οι οποίες είχαν παραβρεθεί ως βοηθοί ή παρατηρητές την ώρα του τοκετού και κατατίθενται ως μαρτυρίες για τον τρόπο που γεννούσε μια γυναίκα 50 και πλέον χρόνια πριν.





Σκηνή τοκετού από το βιβλίο του

Roesslin Der Swangern Frawen

und Hebammen Rosengarten (1513),

που απεικονίζει μια γυναίκα καθισμένη

σε καρέκλα να δέχεται τις φροντίδες δύο μαιών.




Η εγκυμοσύνη, ο τοκετός και η περίοδος της Λοχείας αντιμετωπίζονταν για αιώνες ολόκληρους από τον απλό λαό με συγκεκριμένες πρακτικές που αποτελούσαν κράμα λαϊκής ιατρικής και άφθονης δεισιδαιμονίας. Οι γυναίκες που είχαν επιφορτιστεί με το ρόλο της μαμής, σπάνια διπλωματούχες και πολύ συχνότερα πρακτικές, ήταν γυναίκες συνήθως ηλικιωμένες που είχαν μάθει την τέχνη της Μαίευσης δίπλα σε μια άλλη μαμή. Οι πρακτικές μαμές δεν αναλάμβαναν μόνο τα σχετικά με τον τοκετό αλλά συχνά παρέμεναν στο σπίτι και φρόντιζαν για όλες τις υποχρεώσεις που έπρεπε να διεκπεραιωθούν και που σχετίζονταν με τη γέννηση μιας νέας ζωής.
Μόλις έπιαναν μια γυναίκα οι πόνοι, ο σύζυγος και οι οικείοι της ειδοποιούσαν τη μαμή, η οποία έφτανε στο σπίτι και έδινε οδηγίες σχετικά με τα εφόδια που θα χρειαζόταν για τη φροντίδα της επιτόκου, την εκτέλεση του φυσιολογικού τοκετού και τη φροντίδα του νεογέννητου.
Ξεκινώντας φρόντιζαν πάντα στο προσκέφαλο της επιτόκου να βρίσκεται η εικόνα της Θεοτόκου ή σπανιότερα του Αγίου Ελευθερίου, που θα βοηθούσε τη γυναίκα να «ελευθερωθεί» από τους πόνους και συχνά έψελναν ύμνους στην Παναγία, μαζί με τις υπόλοιπες γυναίκες. Η παράδοση αυτή είναι πανάρχαια και θυμίζει τις συνήθειες των αρχαίων ελληνίδων Μαιών να απευθύνουν τιμές και δεήσεις στις προστάτιδες του τοκετού θεές Ειλειθυϊα, Λητώ, Μαία, Άρτεμη και Ήρα.
Στο κέντρο της θεϊκής τριάδας στέκεται η Λητώ, αριστερά ο γιος της Απόλλων με κιθάρα και δεξιά η κόρη της Άρτεμις με δάδες (4ος αιώνας π.Χ., Αρχαιολογικό Μουσείο Αθήνας).

Στην κλασική Αθήνα η Άρτεμις ήταν θεά του τοκετού. Η θεά κυνηγός είχε σχεδόν ξεχαστεί.

Πάντοτε είχαν νερό ως ένα απαραίτητο εφόδιο το οποίο, εκτός από τη χρηστική του αξία για τον καθαρισμό της επιτόκου, του νεογνού και της ίδιας της μαμής, είχε και ένα συμβολικό – μαγικό ρόλο: θεωρούσαν πως θα βοηθούσε και αυτό ώστε «σαν το νερό να κυλήσει το μωρό» αποφεύγοντας την καταπόνηση της επιτόκου.
Μετά τον τοκετό, σε ορισμένες περιπτώσεις, περνούσαν το μωρό με προσοχή επάνω από φλόγα. Αυτή η πρακτική πιθανώς χρησιμοποιούνταν ως μέθοδος αντισηψίας, για να σκοτωθούν τα μικρόβια αλλά ίσως και για δεισιδαιμονικούς λόγους που σχετίζονται με την εξαγνιστική δράση της φωτιάς. Μετά το λουτρό του νεογνού, έσταζαν στα μάτια του σταγόνες από χυμό λεμονιού. Αυτό εκφράζει πιθανώς τη γνώση που είχαν για την καταπολέμηση της γονοκοκκικής οφθαλμίας των νεογνών και αναφέρεται από το Σωρανό, ο οποίος ωστόσο συνιστούσε ενστάλαξη λαδιού, ενώ ακόμη και σήμερα γίνεται σε πολλά Μαιευτήρια ενστάλαξη αντιβιοτικού κολλύριου.
Ένα άλλο περίεργο έθιμο που μου αναφέρθηκε ήταν το «κόψιμο» του νεογνού. Με ένα μικρό ξυράφι χάρασσαν ελαφρά τα άκρα του μωρού επιτρέποντας στο «κακό» αίμα να βγει από το σώμα του.
Στη συνέχεια φρόντιζαν τη λεχώνα και ασχολούνταν ιδιαίτερα με το διαιτολόγιό της. Ανάλογα με το πώς εκτιμούσαν την κατάστασή της μπορούσαν να της δώσουν σούπα από κρέας και κάποιες φορές, προφανώς όταν το κρέας δεν ήταν διαθέσιμο, έφτιαχναν χυλό με αλεύρι και κρασί.
Μια ακόμα ενδιαφέρουσα παράδοση ήταν το στρώσιμο του τραπεζιού για τις Μοίρες. Συγκεκριμένα πίστευαν πως μέσα στις τρεις πρώτες νύχτες από τον τοκετό, οι τρεις Μοίρες θα επισκέπτονταν τη λεχώνα και θα καθόριζαν τη μοίρα του μωρού της και για το λόγο αυτό έπρεπε να προετοιμαστούν.
Έστρωναν το καλύτερο τραπεζομάντηλο της λεχώνας, τοποθετούσαν πάνω στο τραπέζι ένα καρβέλι φρέσκο ψωμί, μια κανάτα νερό και ένα μαχαίρι μαυρομάνικο ενώ κάποιες άλλες φορές θεωρούσαν σημαντικό να υπάρχει και κάποιο γλυκό. Η μαμή ή κάποια άλλη γυναίκα παρέμεναν τις τρεις πρώτες ημέρες στο σπίτι και τις νύχτες περίμεναν την έλευση των Μοιρών. Εάν αυτές έμεναν ευχαριστημένες από το τραπέζι τότε θα ήταν ευνοϊκές, διαφορετικά το μωρό δεν θα είχε καλή τύχη.
Η μαμή σιωπηλή και κρυμμένη παρακολουθούσε τη συνομιλία των Μοιρών και δεν παρέμβαινε, ενώ την επομένη το πρωί διηγούνταν στη λεχώνα το τι είχε ειπωθεί. Σε μια περίπτωση, μάλιστα, μια γυναίκα μου ανέφερε ότι το αποτέλεσμα της επίσκεψης των Μοιρών δεν ήταν καθόλου καλό και το μωρό πέθανε την τρίτη ημέρα από τη γέννησή του.
Εντύπωση προκαλεί η επιλογή των εφοδίων του τραπεζιού. Εκ πρώτης όψεως κανείς καταλαβαίνει ότι θεωρούσαν πως οι Μοίρες θα έτρωγαν το ψωμί κόβοντάς το με το μαχαίρι και στη συνέχεια θα έπιναν νερό, όπως και πράγματι διηγούνται ότι συνέβαινε.
Ωστόσο από άλλες αναφορές που έχουν υποπέσει στην αντίληψή μου, το ψωμί, το νερό και το μαυρομάνικο μαχαίρι φαίνεται πως αποτελούσαν μαγικά αποτρεπτικά αντικείμενα, τα οποία υποτίθεται πως έχουν πολύ καλά αποτελέσματα στην αντιμετώπιση των άσχημων ονείρων.
Τόσο τα ρούχα της εγκύου όσο και οι πάνες του μωρού δεν έπρεπε σε καμία περίπτωση να παραμείνουν απλωμένα στο σύρμα μετά τη δύση του Ηλίου και αυτό διότι νεράιδες και ξωτικά θα έπαιρναν τα ρούχα και μητέρα και μωρό θα έχαναν τα λογικά τους. Επίσης φρόντιζαν να μην τοποθετείται το μωρό δίπλα σε παράθυρο ώστε να μην απαχθεί από τις παραπάνω οντότητες και αντικατασταθεί από ένα άλλο δικό τους μωρό. Αλλά και οι ίδιες οι μαμές κινδύνευαν από τα ξωτικά, τα οποία τις απήγαγαν για να βοηθήσουν τις γυναίκες τους όταν γεννούσαν. Εάν τα κατάφερναν τότε τις γέμιζαν χρυσάφι.
Η έγκυος δεν θα έπρεπε να βγει από το σπίτι τις σαράντα πρώτες ημέρες για να μη «ματιαστεί» αλλά κυρίως δεν θα έπρεπε να μπει σε εμπορικό κατάστημα διότι αυτό ήταν μεγάλη γρουσουζιά για τον έμπορο.
Εξετάζοντας το μωρό η μαμή ή κάποια ηλικιωμένη γυναίκα, ήταν σύνηθες να δηλώσει ότι αυτό «κόπηκε». Με τη φράση αυτή εννοούσαν τις κράμπες και δυσκαμψίες που πάθαινε από λάθος στάση του σώματός του ή από λανθασμένο τρόπο φασκιώματος. Τότε κατέφευγαν σε ένα δεξιοτεχνικό μασάζ που η αλήθεια είναι ότι αγχώνει λίγο όποιον το παρακολουθήσει αλλά υποτίθεται πως ανακουφίζει πραγματικά το μωρό.
Στις περιπτώσεις που η ζωή του νεογέννητου κινδύνευε σοβαρά, τότε η Μαμή κατέφευγε στο «αεροβάπτισμα». Σήκωνε δηλαδή το μωρό ψηλά, επικαλούνταν την Αγία Τριάδα κάνοντας με το μωρό στα χέρια το σημείο του Σταυρού και του έδινε όνομα. Αυτή η τεχνική, θεωρούσαν πως είτε μπορούσε να βοηθήσει στην επιβίωσή του είτε εξασφάλιζε πως αν πέθαινε δεν θα ήταν χωρίς όνομα διότι στην τελευταία περίπτωση ένα αβάπτιστο μωρό πίστευαν πως δεν πήγαινε ούτε στον Παράδεισο αλλά ούτε και στην Κόλαση. Άλλοι πάλι έλεγαν όμως ότι αυτά τα μωρά μετατρέπονταν σε Αγγέλους αλλά ορισμένοι Αρκάδες θεωρούσαν πως τα μωρά αυτά γίνονταν «χαμοδράκια».
Όταν όλα πήγαιναν καλά και έφτανε η τεσσαρακοστή ημέρα, η μητέρα έπρεπε να σηκωθεί πριν ξημερώσει, να στρέψει το μωρό της προς την πλευρά του ανατέλλοντος ηλίου ώστε το πρώτο θέαμα από τον έξω κόσμο που θα έβλεπε το μωρό να ήταν ο Ήλιος και να πει την εξής ευχή: «όπως λάμπει ο Ήλιος έτσι να λάμψεις κι εσύ στη ζωή σου» και μια νέα ζωή ξεκινούσε…

Μιχάλης Μώρος
Μαιευτής – Γραμματέας ΣΕΜ Ναυπλίου

Σάββατο 4 Δεκεμβρίου 2010

ΓΝΩΜΙΚΑ











Η υπερβολική λύπη γελάει. Η υπερβολική χαρά κλαίει.

Υπομονή για το παρόν, πίστη για το μέλλον και χαρά στην προσπάθεια.

Μοιρασμένη χαρά, διπλή χαρά. Μοιρασμένος πόνος, μισός πόνος.

Πρέπει να ζούμε σαν να πρόκειται να πεθάνουμε αύριο και να μελετάμε σαν να πρόκειται να ζήσουμε για πάντα.

Η δύναμή σου πέλαγο κι η θέλησή μου βράχος.

Όμορφος κόσμος, ηθικός, αγγελικά πλασμένος.

Δυστυχισμένε μου λαέ καλέ και αγαπημένε.Πάντα ευκολόπιστε και πάντα προδομένε.

Κι αν εξεράθη το κλαρί, πάντα χλωρή είν’ η ρίζα.

Παρακαλώ σε, σταυραϊτέ, για χαμηλώσου ολίγο,και δώσ’ μου τες φτερούγες σου και πάρε με μαζί σου,πάρε με απάνου στα βουνά, τι θα με φάη ο κάμπος!

Οι παλιάνθρωποι ενώνονται σαν τις σάπιες σταφίδες

Όποιος θέλει, βρίσκει καιρό. Όποιος δεν θέλει, βρίσκει πρόφαση.

Λόγος στηλώνει την ψυχήκαι λόγος την κρημνίζει.

Η στιγμή της πραγματικής ησυχίας σου δεν είναι εκείνη, καθ’ ην κοιμάσαι συ, αλλ’ εκείνη, καθ’ ην κοιμάται η συνείδησίς σου.

Ξεύρεις την χώραν που ανθεί φαιδρά πορτοκαλέα;που κοκκινίζ’ η σταφυλή και θάλλει η ελαία;― Ω! δεν την αγνοεί κανείς· είναι η γη η ελληνίς!

Χαλβάς σπιτικός - Μία συνταγή της Αρκαδίας



Υλικά
1 φλιτζάνι τσαγιού
ελαιόλαδο
2 φλιτζάνια τσαγιού ψιλό σιμιγδάλι

3 φλιτζάνια τσαγιού ζάχαρη

4 φλιτζάνια τσαγιού νερό

1 φλιτζάνι τσαγιού μαύρη σταφίδα

1 κουταλιά σούπας κανέλα
1 φλιτζάνι τσαγιού καρύδια κοπανισμένα
ΕκτέλεσηΣε βαθιά κατσαρόλα βάζουμε το λάδι και, όταν κάψει, ρίχνουμε το σιμιγδάλι και ανακατεύουμε με ξύλινη κουτάλα συνεχώς μέχρι να 'καβουρντιστεί'. Προσθέτουμε την κανέλα και, χαμηλώνοντας τη φωτιά, ρίχνουμε το νερό, στο οποίο προηγουμένως έχουμε διαλύσει τη ζάχαρη. Συνεχίζουμε το ανακάτεμα χωρίς διακοπή, έως ότου ο χαλβάς ξεκολλήσει τελείως από την κατσαρόλα και δεν έχει καθόλου υγρασία. Λίγο πριν τον βγάλουμε από τη φωτιά, ρίχνουμε τη σταφίδα. Τον βάζουμε σε φορμάκια και τον σερβίρουμε πασπαλισμένο με ζάχαρη, κανέλα και κοπανισμένα καρύδια.
Πηγή συνταγής: το βιβλίο 'Παραδοσιακές Συνταγές της Αρκαδίας' της Θηρεσίας Κοντογιάννη, 2η έκδοση, Εκδόσεις 'Μαϊνάς', 1999
άπό

ΓΑΣΤΡΑ. ΕΝΑΣ ΦΟΡΗΤΟΣ ΦΟΥΡΝΟΣ.

Η γάστρα ήταν ένα απαραίτητο σκεύος της υπαίθριας ζωής. Πολύ λίγες
οικογένειες διέθεταν μόνιμους φούρνους στα ορεινά χωριά. Για να ψήσουν ψωμί ή φαγητό του φούρνου, έπρεπε να βρουν άλλο τρόπο. Η λύση ήταν ένας φορητός και γρήγορος φούρνος. Αυτό ήταν η γάστρα.

Η γάστρα αποτελείτο από μια ημισφαιρική χονδρή λαμαρίνα, που στο πάνω μέρος είχε μια λαβή για να μπορούν να τη σηκώνουν με το «ξυθάλι». Χαμηλότερα από τη λαβή είχε ένα μεταλλικό στεφάνι για να κρατάει τις ζεστές στάχτες και τ' αναμμένα κάρβουνα. Στη «γωνιά», η οποία αποτελείτο από «σίμαλες» πλάκες για να κρατούν την θέρμανση, άναβαν δυνατή φωτιά από λεπτά ξύλα για να κάνουν γρήγορη και δυνατή φλόγα και να δημιουργούν κάρβουνα πολύ γρήγορα.
Πάνω σε αυτήν τη φοβερή φωτιά τοποθετούσαν τη γάστρα, η οποία γινόταν κατακόκκινη από τη δυνατή φλόγα. Όταν η φωτιά κατέπαυε, οι νοικοκυρές καθάριζαν τη γωνιά, έβαζαν το στρογγυλό ταψί με το ψωμί ή το φαγητό, μετά τη γάστρα και ύστερα τα κάρβουνα και τις ζεστές στάχτες πάνω και γύρω στη γάστρα και εσφράγιζε το φορητό φούρνο.


Σε δύο η τρεις ώρες το φαγητό ή το ψωμί ήταν έτοιμο.
Η γάστρα ήταν ένας πρωτόγονος φορητός φούρνος. Τον έπαιρνες μαζί σου, τον φόρτωνες στο γαϊδουράκι ή στο μουλάρι μαζί με τα πενιχρά τρόφιμα και με το πιτσιρίκι κάπου-κάπου. Έτσι μπορούσες να ψήσεις ψωμί (απαραίτητο), πίτες κρέας, μπακλαβά και άλλα.

Η γάστρα μαζί με την πυροστιά , το ξυθάλι, ένα κακάβι με το καπάκι για πιάτο, ήταν τα βασικά σκεύη της υπαίθριας κουζίνας.


Περιττό να πούμε ότι το φαγητό είχε υπέροχη γεύση, γιατί η γάστρα εσφράγιζε καλά και κρατούσε μέσα τα υγρά και έψηνε πολύ σιγά.
Άλλα σκεύη της χωριάτικης μαγειρικής ήταν το τηγάνι, το ταψί (στρογγυλό), η χουλιάρα (κουτάλα), ο τέτζερης, ο μαστραπάς και άλλα. Καλή Όρεξη!...

πηγή

Το λίχνισμα... όπως τα παλιά χρόνια

ΤΟ ΚΑΚΟ ΜΑΤΙ

Πολλοί Έλληνες, ιδίως στην επαρχία, πιστεύουν ότι ένα άτομο μπορεί να "ματιάσει" ένα άλλο είτε από φθόνο είτε από υπερβολικό θαυμασμό. Ο "ματιασμένος" νοιώθει άσχημα σωματικά και ψυχολογικά. Για να αποφύγουν το κακό μάτι, όσοι πιστεύουν σε αυτό φοράνε ένα μπλε ματόχαντρο ή ένα μπλε βραχιόλι. Οι προληπτικοί και όσοι πιστεύουν στη βασκανία δηλώνουν ότι το μπλε χρώμα διώχνει το κακό μάτι. Παραδόξως όμως πιστεύουν ότι οι γαλανομάτες είναι αυτοί που κυρίως "ματιάζουν". Εκτός από το ματόχαντρο, ένας άλλος τρόπος για να προστατευθεί κανείς από το κακό μάτι είναι να κρεμάσει σε μια γωνία του σπιτιού του σκόρδα. Οι Έλληνες πιστεύουν ότι το σκόρδο (όπως και τα κρεμμύδια) έχει και άλλες θεραπευτικές ιδιότητες. Έτσι λοιπόν όταν κάποιος είναι άρρωστος τον συμβουλεύουν να εμπλουτίσει τη δίαιτά του με σκόρδο.

ΤΑ ΠΑΝΗΓΥΡΙΑ ΤΟΥ ΠΑΛΙΟΥ ΚΑΙΡΟΥ



Παλιά τα πανηγύρια είχαν, κυρίως εμπορικό χαρακτήρα, γι’ αυτό και τα αποκαλούσαν εμποροπανήγυρη. Βέβαια και ο θρησκευτικός χαρακτήρας κατείχε πρωτεύουσα θέση.
Έτσι λοιπόν, ανάλογα στον κάθε τόπο με το πότε γιόρταζε η εκκλησία του χωριού ή σε προκαθορισμένες ημερομηνίες, γινόταν η εμποροπανήγυρη σε επίκαιρα σημεία της περιοχής, που προσφέρονταν εδαφικά και οδικά στον ευρύτερο χώρο. Στο πανηγύρι συμμετείχε ολόκληρο το χωριό, με ιδιαίτερη χαρά. Ήταν μια ευκαιρία να ξεχάσουν τα βάσανα μιας ολόκληρης κοπιαστικής χρονιάς. Σ’ αυτό το πανηγύρι, έκαναν έντονη την παρουσία τους οι νέοι του χωριού, που γάμπριζαν.
Μέχρι το 1950 και λίγο αργότερα, για να εξοικονομήσει ο τύπος του χορευταρά και γλεντζέ τα χρήματα που του χρειαζόταν για να πάει σ΄ ορισμένα πανηγύρια, για να χαρεί τα νιάτα και τη λεβεντιά του, έπρεπε να κάμει οικονομίες ολόκληρο το χρόνο και περίμενε να έλθει η ημέρα του δείνα ή τάδε πανηγυριού και να ντυθεί τα γιορτινά του, το γυαλιστερό και τριζάτο βρακί, το πολίτικο γιλέκο (από την πόλη), το ποικιλόχρωμο πουκάμισο, το σακάκι το πανάκριβο και τέλος το «βρακάδικο» σκούφο - έμοιαζε με τον Αϊβαλιώτικο - που τώρα πια δεν υπάρχει στην αγορά - η καμιά φορά και καπέλο.

Τα ζύγιζε όλα, τόσα στους δίσκους της εκκλησίας, τόσα στο κερί, τόσα στο γεύμα της εκκλησίας, τόσα στο καφενείο και τόσα στα μουσικά όργανα (βιολί, κλαρίνο, ούτι, λαούτο και καμιά φορά σαντούρι). Μεταφορικό μέσο είχε το μουλάρι του, που κι αυτό έπρεπε να είναι περιποιημένο, σαμάρι καινούργιο, καπίστρι με πολύχρωμες χάντρες και φυλακτό, στρογγυλό από το πάχος, ευκίνητο. Εκείνο όμως που έκαμνε πιο μεγάλη εντύπωση, ήταν ο αναβάτης, ο νέος με το στριμμένο, σαν τσιγκέλι, μουστάκι, τα πλούσια καλοχτενισμένα μαλλιά και περιποιημένα, όχι όπως ο σημερινός μακρυμάλλης. Καμιά φορά οι αναβάτες ήταν «δικάβαλλοι», δηλ. διπλοί.
Οι κοπελιές του χωριού και των γειτονικών χωριών τον έβλεπαν και τον καμάρωναν και αυτός περήφανος για τον εαυτό του, σκόρπιζε σ΄ όλες, κατά προτίμηση στην αγαπημένη του, δειλές ματιές, που λίγα έδειχναν, αλλά πολλά υπόσχονταν.

Άρχιζαν το χορό με ένα σέρβικο ή χασάπικο ή γιωργάρικο, που φανέρωναν όλη την χορευτική τους δεινότητα σε ευκινησία, τσαλίμια, που με κατάπληξη τους παρακολουθούσαμε. ΄Έπειτα ο καλαματιανός που έπαιρναν μέρος και περισσότερες κοπέλες, διότι οι πρώτοι προϋπέθεταν αντοχή, ευκινησία και χορευτική ικανότητα, ενώ ο καλαματιανός προσιδίαζε περισσότερο στις γυναίκες, και κατόπιν ο συρτός ανά ζεύγη, ξαπολυτός (καρσιλαμάς), γρηγορινός (πολύ σύντομος) τσιφτετέλης και άλλοι.
Παντού πρώτοι και καλύτεροι, ευλύγιστοι, πεταχτοί, λαστιχένιοι σκόρπιζαν το γλέντι, τη χαρά, το θαυμασμό, αλλά κaι το φθόνο για κείνους που δεν ήσαν καλοί χορευτές.
Έπιναν κρασί ή σούμα με μεζέδες, όχι της προκοπής. Η μπύρα ήταν άγνωστη - μα κάτι τέτοιο ήταν ακατανόητο για χωριά. Κερνούσαν όλες τις παρέες και κείνες ανταπέδιδαν το κέρασμα. Σ΄αυτόν που χόρευε πρόσφεραν ούζο ή κρασί και στην κοπελιά λουκούμια, που όσα περισσότερα μάζευε τόση μεγαλύτερη ικανοποίηση δοκίμαζε. Αν μάλιστα τύχαινε να είναι ωραία και καλή χορεύτρια, τα κεράσματα δεν σταματούσαν καθόλου. Τα παιδιά λιγουριάζανε όταν έβλεπαν τόσα λουκούμια να μαζεύουν οι κοπέλες, που σε κάποια φίλη τους τα πετούσαν. Κι αν τύχαινε να είναι γνωστή, τα φιλοδωρούσαν μερικά.

Γινόταν όμως καβγάδες για τη σειρά προτεραιότητας στους «κάβους», που έπρεπε να εξασφαλίσει κάθε συντροφιά για τις κοπέλες της παρέας της. Επικρατούσε μια όχι καλή συνήθεια. Κάθε νέα που έμπαινε στο χωριό έπρεπε να την χορέψουν όλοι οι νέοι που την γνώριζαν και όταν ήταν και καλή χορεύτρια τότε πήγαιναν και ξένοι, φυσικό ήταν λοιπόν να παρατείνεται ο «κάβος», η διάρκεια χορού με αποτέλεσμα να στενοχωρούνται οι άλλες νέες. Και τότε συνέβαιναν οι παρεξηγήσεις.
Σωστό ήταν τότε να διακόπτονταν ο χορός και να πάρει σειρά κάποια άλλη. Η πίστα ήταν μικρή, μόλις επαρκούσε για τρία ζεύγη - σπάνια παραπάνω - τη σειρά προτεραιότητας την κανόνιζαν οι καφετζήδες, που δεν ήταν επαγγελματίες, αλλά περιστασιακοί. Μια άσπρη ποδιά, ήταν το διακριτικό τους. Κι αν τύχαινε να μην τα «παίρνουν απάνω τους» δηλ. να μη ήσαν σβέλτοι, τότε μετατρεπόταν σε δράμα. Εν τω μεταξύ οι άλλες νέες περίμεναν με αγωνία αλλά και πικρία, διότι αναβαλλόταν η σειρά τους.
Δικαιολογημένοι λοιπόν ήσαν οι καυγάδες, αν σκεφθούμε ότι ραδιόφωνα δεν υπήρχαν, κασετόφωνα το ίδιο και συνεπώς μουσική άκουαν μόνο στα πανηγύρια και σε έκτακτες περιστάσεις (αρραβώνες, γάμους και βαφτίσια). Διψούσε ο κόσμος για μουσική και χορό. Πώς να ικανοποιηθεί; Οι ευκαιρίες παρουσιάζονταν μόνο το καλοκαίρι στα πανηγύρια.

Οι μεγάλοι, αν είχαν κορίτσια της παντρειάς, περίμεναν να μπει στο χορό η κόρη τους να την καμαρώσουν, αν όχι πήγαιναν σε διάφορα συγγενικά ή φιλικά σπίτια, κερνιόνταν, έτρωγαν το βράδυ και κατόπιν, όσοι διέθεταν υποζύγια έφευγαν για τα χωριά τους.

Ρόλο έπαιζε και η εποχή, για να διαθέτουν τα απαραίτητα χρήματα αυτοί που θα επισκέπτονταν το παζάρι. Πάλι, ανάλογα τον πληθυσμό και την αξία του κάθε πανηγυριού, ήταν και η διάρκειά του, που συνήθως κυμαινόταν από 3 ως και 8 ημέρες.
Γίνονταν σ’ αυτά εμπορικές συναλλαγές μεγάλης έκτασης. Έμποροι, από τα μεγάλα αστικά κέντρα, φτάνανε εκεί με την πλούσια πραμάτεια τους. Εκτός όμως από το μεγάλο εμπόριο σε παντός είδους αγαθά, όπως σε τρόφιμα, υφάσματα, είδη υπόδησης, γεωργικά εργαλεία, σαμάρια, ψαθιά κ.ά., γινόταν και μεγάλες συναλλαγές αγοραπωλησίας ζώων. Μεγάλη ζήτηση είχαν τα μουλάρια, που γεννιόντουσαν από τη διασταύρωση του γαϊδάρου με τη φοράδα ή αλόγου με γαϊδούρα, γιατί τα ζώα αυτά είναι μεγάλης αντοχής και δεν δυσκολεύονται σε δύσβατους δρόμους. Πολύ διαδεδομένες ήταν και οι τράμπες, που έκαναν εκείνη την εποχή, με τα ζώα.
Εδώ εύρισκε ο καθένας ό,τι ήθελε και σε τιμές συμφέρουσες. Όσοι είχανε κορίτσια της παντρειάς, αγοράζανε από δω τα προικιά τους, όπως χαλκώματα, φορτσέρια, σεντόνια κι ότι άλλο ήταν απαραίτητο.
Τράμπες γίνονταν τότε, εκτός από τα ζώα, και στα υπόλοιπα προϊόντα, μιας και χρήματα δεν υπήρχαν εύκολα.

ΠΗΓΗ

Ό Ελληνικός καφές

Ο Ελληνικός καφές είναι η παρέα του Έλληνα σε κάθε στιγμή της ζωής του. Η παρέα και στα καλά και στα άσχημα. Το πρωϊνό καφεδάκι αποτελεί το καλλίτερο ξεκίνημα της ημέρας αλλά και το απογευματινό πού δημιουργεί την καλλίτερη ατμόσφαιρα για φιλική κουβεντούλα.

Πώς γίνετε όμως ο καφές; Ο Ελληνικός καφές έχει πολλές ποικιλίες κατασκευής και αυτές τις γνωρίζει πολύ καλά ο καφετζής αλλά και ο μερακλής του καφέ.

Για όσους δεν ξέρουν πώς να φτιάχνουν ένα καλό φλιτζάνι καφέ , πάμε να δούμε πώς γίνετε.

Ελληνικός καφές

Τρόπος παρασκευής καλού Ελληνικού καφέ


Μπρίκι

Κατά προτίμηση με στενό πάνω μέρος για να ανακυκλώνεται η θερμοκρασία κατά την διάρκεια του ψησίματος και στην σωστή διάσταση για την συγκεκριμένη ποσότητα καφέ που θα φτιάξουμε.


Εστία ψησίματος

Κατά προτίμηση χόβολη ή έστω γκαζάκι με χαμηλή φλόγα.

Το ηλεκτρικό μάτι δεν προτείνεται γιατί παρέχει ζέστη μόνο από κάτω από το μπρίκι και καθόλου από το πλάι. Επίσης αργεί να ζεσταθεί αλλά από την στιγμή που θα ζεσταθεί και μετά έχει μεγάλη ένταση η θερμοκρασία που αναπτύσσει


Φλιτζάνι.

Χοντρό πορσελάνινο για να διατηρεί ζεστό τον καφέ περισσότερη ώρα


Καφές: επιλέξτε τον καφέ που σας αρέσει. Είναι και θέμα προσωπικού γούστου πέρα από ποιότητα καφέ


Ο Ελληνικός καφές είναι συνήθως ανοιχτόχρωμος και χαρμάνι του βραζιλιάνικου Rio, Santos και Robusta. Πλέον κυκλοφορεί και πιο καβουρντισμένος, «σκούρος» ελληνικός, χαρμάνι από καφέδες της Κεντρικής Αμερικής, για όσους προτιμούν τον καφέ πιο πικρό και δυνατό. Στα καφεκοπτεία βρίσκεις χύμα και μεσαίου καβουρντίσματος, που είναι ελάχιστα πιο πικρός και πικάντικος, και δεν υστερεί σε καϊμάκι. Στην Ελλάδα ο καφές καβουρντίζεται σε κενό αέρος. Εξωτερικά ο κόκκος είναι πιο ψημένος και εσωτερικά είναι λίγο άψητος


Ονομασίες και αναλογίες καφέ / ζάχαρης.

Για φλιτζανάκι των 75 ml, (τυπικός μονός καφές)

Ρίξτε την σωστή ποσότητα νερού μετρώντας με το φλιτζάνι.

Σκέτος με 1 κ.γ. καφέ,

Μέτριος με 1 κ.γ. καφέ και 1 κ.γ. ζάχαρη ή

Μέτριος-κλασικός με 2 κ.γ. καφέ και 2 κ.γ. ζάχαρη και

Μέτριος γλυκός με 2 κ.γ. ζάχαρη.

Μέτριος με ολίγη (αλλιώς ναι και όχι) έχει λιγότερο από 1 κ.γ. ζάχαρη

Ολίγον μέτριος με 1,5 κ.γ. ζάχαρη.

Μέτριος-βαρύς Ο μέτριος με ακόμη περισσότερο καφέ ,

Πολλά βαρύς έχει 4 κ.γ. καφέ και 6 ζάχαρη, ενώ ο

Βαρύς-γλυκός 3 κ.γ. καφέ και 4 κ.γ. ζάχαρη.

Όταν ζητηθεί χωρίς καϊμάκι ο μέτριος, θα είναι μέτριος βραστός και όχι, θα πρέπει να έχει φουσκώσει δύο φορές και να σερβιριστεί από ψηλά ώστε, πέφτοντας στο φλιτζάνι, να κάνει και φουσκάλες.

Πολλά βαρύς και όχι. Το ίδιο, όπως αλλά με μισή δόση νερού

Σκέτος βραστός δεν έχει καϊμάκι, ενώ ο

Σκέτος (θερια­κλίδικος) θα πρέπει να έχει και καϊμάκι, και φουσκάλες – και για να γίνει σωστός πρέπει να παρασκευαστεί σε κρύο νερό. Τρεις κουταλιές καφέ, καθόλου ζάχαρη, κρύο νερό και όταν αρχίσει να φουσκώνει ανασηκώνουμε και ξανακατεβάζουμε το μπρίκι, Σερβίρουμε από ψηλά για να κάνει και φουσκάλες


Παρατήρηση: Το κουταλάκι του καφέ είναι μικρό


Ψήσιμο καφέ

Αφού βάλουμε καφέ (ή και ζάχαρη) στο μπρίκι, ανακατεύουμε μόνο στην αρχή, μέχρι να ανακατευτεί καλά ο καφές και να λιώσει η ζάχαρη. Αποφεύγουμε να ξαναανακατέψουμε γιατί χαλάει το καϊμάκι.

Αν ψήνουμε σε χόβολη / άμμο, βυθίζουμε μέχρι τη μέση το μπρίκι στην «άμμο» και περιμένουμε να φουσκώσει.
Αν φτιάχνουμε συγχρόνως σε ένα μπρίκι παραπάνω από ένα καφέ, μοιράζουμε στα φλυτζανάκια πρώτα το καϊμάκι και μετά συμπληρώνουμε με τον υπόλοιπο καφέ.

Αν θέλουμε πλούσιο καϊμάκι χρησιμοποιούμε κρύο νερό.


Tips

Διατηρείστε το καφέ ερμητικά κλεισμένο σε αλουμινένο ή γυάλινο βάζο (ή ακόμα και στην αρχική του συσκευασία αφού τυλίξετε το πάνω μέρος από το σακουλάκι και βάλετε ένα λαστιχάκι να το κρατάει κλειστό) κατά προτίμηση μέσα στο ψυγείο

Χρησιμοποιείστε στεγνό και καθαρό κουτάλι για να πάρετε καφέ μέσα από το βάζο του καφέ

Μην βάζετε γάλα στον καφέ γιατί γίνετε πιο βαρύς, πειράζει στο στομάχι και αλλοιώνει το άρωμα και την γεύση του καφέ.

Αφήστε τον καφέ λίγα λεπτά να κάτσει το κατακάθι για να μην σας πειράξει στο στομάχι.

πηγή

Ή περιγραφή τών κατοικιών καί τής ζωής στό χωριό.

Γενικά

Οικιστική μελέτη του χωριού & του συνοικισμού

Το λαϊκό σπίτι, αν το σκεφτούμε μέσα στη συνοικιστική του ομάδα, αποτελεί το ιερό καταφύγιο, αλλά και το ορμητήριο του πρώτου κοινωνικού πυρήνα, που είναι η οικογένεια. Γι' αυτό συγκεντρώνει την ύψιστη προσοχή του δημιουργού (νοικοκύρη ή οικοδόμου, για τα τρία κυριότερα στοιχεία της οργανικής του οντότητας, το στέρεο και εξυπηρετικό χτίσιμο, την καλή γειτνίαση και την πρακτική ομορφιά.


Η μελέτη λοιπόν της λαϊκής κατοικίας πρέπει να γίνεται στα πλαίσια του περιβάλλοντος και του συνόλου των άλλων σπιτιών. Υπάρχει "κοινωνία σπιτιών", όπως υπάρχει και η κοινωνία ανθρώπων. Ο μελετητής λαογράφος, πριν προχωρήσει στην περιγραφή των κατοικιών και της ζωής ενός χωριού, πρέπει να δώσει την συνολική μορφή και τα οικιστικά χαρακτηριστικά του χωριού, με την εξής σειρά:


Επταχώρι Καστορίας


1. Οπτική (πανοραματική) μορφή του χωριού.
Τα σχήματα συνήθως των συνοικισμών είναι: κυκλικά, ασύμμετρα και επιμήκη. Ο κυκλικός συνοικισμός (χωριό) συγκεντρώνεται γύρω από ένα ύψωμα (παλιόκαστρο), μια εκκλησία, μια πηγή ή μια αγορά. Οι δρόμοι του βγαίνουν έξω ακτινωτά. Ο επιμήκης (ή μακρυδρομικός) συνοικισμός σχηματίζεται παράλληλα με τους μεγάλους εθνικούς δρόμους και είναι νεώτερος, Οι σύμμετροι συνοικισμοί ήταν παλιότερα ή σε ψηλώματα (αμφιθεατρικοί) ή σε κρυμμένες κοιλάδες. Μελετάται στις περιπτώσεις αυτές, αν το χωριό είναι δίλοφο ή διπλευρικό. Επίσης, αν είναι παράλιο, μεσόγειο ή ορεινό. Και γενικά, ποιος είναι ο προσανατολισμός και η γεωγραφική του θέση.


Λέχοβο Καστοριάς


2. Κλίμα, έδαφος, υψόμετρο, νερά, καλλιέργειες ·απαραίτητο πλαισίωμα στην περιγραφή μας, που οδηγεί και σε συμπεράσματα, αν το χωριό είναι γεωργικό ή κτηνοτροφικό, παραγωγικό ή άγονο, πράσινο ή ξερό, λιθόκτιστο ή από ξενόφερτα υλικά.


Μέτσοβο Ηπείρου


3. Εσωτερική σύνθεση του χωριού η οποία περιλαμβάνει τα κεντρικά κτίρια όπως η εκκλησία, το σχολείο, τα Κοινοτικά γραφεία, η βρύση, τα καφενεία, η αγορά, το «μεϊντάνι» με τα μαγαζάκια και τα χοροστάσια. Οι γειτονιές με τους χαρακτηριστικούς δρόμους, το κοιμητήριο, οι δρόμοι εξόδου.



4. Ιστορικά του χωριού, όνομα και ετυμολογία, χρονολογία κτισίματος, περιπέτειες, σύγχρονες συνθήκες.


Το Δημοτικό Σχολείο Ριζοβουνίου Πρεβέζης


Οικιστική μελέτη του σπιτιού


1. Περιγραφή του εξωτερικού χώρου, της γειτονιάς, του εδάφους και της έκτασης του οικοπέδου (ξερότοπος, βλάστηση, απάνω γειτονιές, επικλινές έδαφος, ξάγναντο ή γούπατο).



Η πέτρινη καμάρα της Μπαμπαλίνας Τρικάλων


2. Εξωτερική μορφή του σπιτιού. Μονώροφο, διώροφο, πλατυμέτωπο, στενομέτωπο, γωνιόστεγο (δίρριχτο και με αέτωμα), με επίκλινη στέγη (μονόριχτο), επιπεδόστεγο (ταράτσα), πυραμιδόστεγο ή καμπυλόστεγο. Πολυπαράθυρο ή τυφλό. Απλό ή πολυσύνθετο (με χαγιάτια, πτερύγια κτλ.). Χρώματα που κυριαρχούν. Τυχόν επιγραφές ή σήματα και χρονολογίες.


Κατοικία Ηπείρου


3. Υλικά οικοδομίας. Τοιχοποιία, ξυλοδομικά εξαρτήματα, στέγη (κεραμίδια, πλάκες, δὠμα από πηλό, κλαδιά ή τσιμέντο). Εδώ μπορούν να ζητηθούν και τα έθιμα χτισίματος, στα θεμελιώματα (σφάξιμο κοκκόρου, αγιασμοί κτλ.) και στη σκεπή (μαντηλώματα).


4. Αρχιτεκτονικός τύπος του σπιτιού (τοπικός ή πανελλήνιος) και γενική αισθητική. Εκτίμηση των ιδιοτυπιών και εμπνεύσεων. Αισθητική της προσαρμογής στο περιβάλλον. Ψεκτά σημεία επίσης.


Διώροφη οικία Καλάνδρας Χαλκιδικής


5. Εσωτερική διαίρεση του σπιτιού (κάτοψη & τομή). Δωμάτια και χώροι (και τρόποι) οικογενειακής ζωής, για το αντρόγυνο, για τα παιδιά, για τους γέρους, για τους ξένους. Φροντίδες προσανατολισμού και υγιεινής. Πρακτικά διδάγματα, αλλά και άγνοιες. Χρώματα και διακόσμηση, θέση της εστίας και καπνοδόχος.


6. Έπιπλα & σκεύη. Εντοιχισμένα και κινητά έπιπλα της λαϊκής κατοικίας. Τόποι κατασκευής ή αγοράς. Οι ντόπιοι επιπλοποιοί. Τα αρμάρια τροφίμων, οι παλιές κασέλες, το εικονοστάσι. Μεταγενέστερες αστικές εξελίξεις. Τα σκεύη (αγγεία) του μαγειρειού, της τραπεζαρίας, του νοικοκυριού (νερό, πλύσιμο) και της φιλοξενίας (δίσκοι, σερβίτσια κτλ.). Η εσωτερική ατμόσφαιρα και εμφάνιση του σπιτιού είναι η ζωντανότερη πλευρά της ελληνικής κατοικίας, επειδή δείχνει τις οικονομικές συνθήκες της οικογένειας, την προσωπικότητα της νοικοκυράς, την πολιτιστική διάθεση για βελτίωση, και το πνεύμα της φιλοξενίας.


Παραδοσιακή αρχιτεκτονική Κρανέας Ελασσόνας


7. Αυλή & κήπος: Τα χτισίματα της αυλής, φούρνος, μαγειρειό, στάβλοι, αχερώνας, κοτέτσι ή περιστερώνας κτλ. Το πηγάδι και η στέρνα, τρόποι για την άντληση του νερού. Η κεντρική και η δευτερεύουσα πόρτα με την αρχιτεκτονική της στέγης τους. Χτυπητήρια ή κουδούνια για ειδοποίηση. Ασφαλιστικά σύνεργα. Η μάντρα ή ο φράχτης, μικροεμπόδια για τους κλέφτες. Δέντρα και καλλιέργειες. Σπιτική ανθοκομία και γλάστρες ή αρτάνες.


8. Ιδιόρρυθμες αγροτικές κατοικίες: Καλύβες πέτρινες ή δεντρόκλαδες, στάνες και στρούγγες, τσαρδάκια, λιμναίες καλαμωτές κατοικίες κ.α.



Στάνες Σαρακατσαναίων


Η μελέτη της ελληνικής κατοικίας, ιδιαίτερα στην παραδοσιακή της μορφή, είναι έργο εθνικό, όσο εθνικός ήταν πάντα και ο ρόλος του ελληνικού σπιτιού, που στέγασε με συνεχή εξέλιξη την πρώτη γέννηση, τα παιδικά χρόνια, την οικογενειακή τιμή, τον γάμο, τις χαρές και τις λύπες, τον ειρηνικό θάνατο, την φτώχεια ή τον πλούτο, αλλά και την αξιοπρέπεια και την ελευθερία του κάθε Έλληνα.





Σκόρδο σπορά φύτεμα καλλιέργεια


Τα σκόρδα είναι φυτά βολβώδη, πολυετή και ανήκουν στην οικογένεια των λειριοειδών. Καλλιεργούνται για τούς βολβούς τους, οι οποίοι βρίσκουν μεγάλη χρησιμοποίηση στη μαγειρική ή παρασκευή ειδικών δροσιστικών τροφών.
Τα φύλλα διαφέρουν απ' εκείνα των κρεμμυδιών, γιατί είναι πιό σπαθωτά και πιό στενά και στριμμένα. Τα άνθη είναι λευκά και στη κορυφή του καυλού σχηματίζουν σφαιρικό σκιάδιο. Κάθε κεφάλι αποτελείται από 8-12 σκελίδες, εκ των οποίων οι εξωτερικές είναι μεγαλύτερες από τις εσωτερικές και πιό καυτερές. Τα σκόρδα ευδοκιμούν σε χώματα ελαφρά, όχι πολύ υγρά, προ πάντων στραγγερά και γόνιμα. Στα βαριά και σφικτά εδάφη, πού κρατούν πολλή υγρασία, σαπίζουν η δίδουν μικρά κεφάλια, στα δε πολύ ξηρά και άγονα ή απόδοσης των είναι μηδαμινή και ή γεύσης των γίνεται εξαιρετικά καυτερή.
Η καλλιέργεια γίνεται αποκλειστικώς με βολβίδια (σκελίδες) είτε, πολύ σπανίως, με σπόρους. Στα θερμά μέρη ή φυτεία αυτών, εκτελείται κατά "Οκτώβριο-Νοέμβριο, τα δε ψυχρά και ορεινά κατά Φεβρουάριο- Μάρτιο. Το ίδιο γίνεται και για τον πολλαπλασιασμό με σπόρο. Για την απόκτηση καλής φυτείας, πρέπει από κάθε κεφάλι σκόρδου, να διαλέγονται τα εξωτερικά και χονδρά βολβίδια, τα όποια και μόνο να χρησιμοποιούνται, τα δε μικρά και λεπτά να απορρίπτονται.
Αυτά φυτεύονται σε βραγιές και κατά γραμμές 20-25 πόντους, η μία της άλλης, επ’ αυτών δε, κατά διαστήματα 12 -15 πόντους και σε βάθος 2-3 πόντους, το πολύ. Σε περίπτωση συγκαλλιέργειας φυτεύονται ως μπορτούρες στα σαμάρια των βραγιών, των ποτιστικών αυλακών, είτε ανάμεσα στα μαρούλια, στα σπανάκια κλπ.
Για κάθε στρέμμα απαιτούνται πέντε πλεξούδες η 1500-1800 κεφάλια περίπου.
Η προετοιμασία του εδάφους πρέπει να γίνεται καλή, με 2-3 σκαψίματα και σπάσιμο των βώλων, ώστε το χώμα να τρίβεται εντελώς. Επίσης και ή λίπανσης πρέπει να είναι ή κατάλληλη.
Η κοπριά αποτελεί άριστο λίπασμα, σε ποσό 2-2.500 οκάδες στο στρέμμα, πρέπει όμως να είναι εντελώς χωνευμένη και να χρησιμοποιείται πολύ προ της φυτείας. Μαζί με συμπληρωματικά φωσφοροκαλιοΰχα χημ. λιπάσματα (0-12-6) δίδει πολύ καλλίτερα αποτελέσματα. Από τα σύνθετα χημ. λιπάσματα αξιοσύστατος είναι ό τύπος 4-10-10, σε ποσό 50-60 οκάδ. στο στρέμμα. Κατά προτίμηση χρησιμοποιούνται σκέτα, σε χώματα με οργανικές ουσίες η οπωσδήποτε σφικτά.
Η καλλιέργεια των σκόρδων με σπόρο, δεν είναι πρακτική, γιατί χρειάζονται δύο έτη για να δώσουν κεφάλια, δηλαδή, το πρώτο έτος θα παραχθούν μικρά βολβίδια, τα όποια θα ξαναφυτευτούν για ν' αποδώσουν το επόμενο έτος. Επίσης δε πολλαπλασιασμός αυτός, με σπόρο, δεν δίδει τις επιθυμητές ποικιλίες.
Σε όλες τις περιπτώσεις, τα σκόρδα, κατά την διάρκεια της βλαστήσεώς τους, πρέπει να βοτανίζονται και να σκαλίζονται 1-2 φορές, ιδίως στην αρχή, και να ποτίζονται εφ’ όσον μόνον υπάρχει μεγάλη ξηρασία. Όταν πλησιάζει ή ωρίμανση και αρχίσουν να κιτρινίζουν τα φύλλα, τότε δένονται στη κορυφή, είτε στρίβονται για να σταματήσει ή βλάστηση και να γίνουν τα κεφάλια χονδρότερα, ή ακόμη και για να επισπευτεί ή πρωιμότης των.
Η συγκομιδή αρχίζει κατά Μάιο-Ιούνιο αναλόγως των ποικιλιών και του τόπου. Πρέπει να γίνεται μετά την τέλεια αποξήρανση των φύλλων, αλλιώς όταν είναι πρόωρη, τα κεφάλια δεν διατηρούνται και σαπίζουν πολύ γρήγορα στην αποθήκη.
Τα σκόρδα αφού ξεριζωθούν με το χέρι η με λισγάρι, δένονται σε πλεξούδες ανά 50- 100 κεφάλια και αφήνονται μερικές ήμερες στον ήλιο για να χάσουν μέρος της υγρασίας τους. Κατόπιν αναρτώνται σε ξηρή και ευάερη αποθήκη μέχρις ότου διατεθούν. Μια καλή απόδοσης σκόρδων φθάνει 8-12 φορές μεγαλύτερη από το χρησιμοποιηθέν ποσό της φυτείας.

Ποικιλίες.
Οι κυριότερες ποικιλίες των σκόρδων, οι οποίες και συχνότερα συναντώνται στην καλλιέργεια είναι:
-Σκόρδα κοινά. Ταύτα κάνουν κεφάλια μέτρια στο μέγεθος με πολλές και σφικτές σκελίδες, συνήθως ο-λίγο κυρτές. Είναι ποικιλία ανθεκτική και μάλλον όψιμη.
-Σκόρδα ολόλευκα. Ταύτα γίνονται χονδρότερα των προηγουμένων και με σκελίδες ποιό σαρκώδεις. Οι εσωτερικές και εξωτερικές φλούδες είναι χαρακτηριστικώς κάτασπρες. Είναι ποικιλία εκλεκτή και πρώιμη
-Σκόρδα τεράστια. Τα κεφάλια αυτών αποκτούν τεράστιο όγκο (10—15 πόντους διάμετρο) με ολίγες σκελίδες, αλλά ή κάθε μία αντιστοιχεί μ' ένα ολόκληρο σκόρδο κοινό. Πρόκειται περί εξαιρετικής ποικιλίας, ελάχιστα όμως καλλιεργούμενης
-Σκόρδα στρογγυλά χονδρά. Ταύτα αποκτούν κεφάλια χονδρά και σχεδόν στρογγυλά , με σαρκώδεις σκελίδες ελάχιστα καυστικές .
-Σκόρδα σχιστά. Ταύτα χαρακτηρίζονται από τις σκελίδες όποιες είναι πολύ χαλαρές μεταξύ των η μάλλον όλως διόλου χωριστές. Είναι γλυκύτερα από τα άλλα σκόρδα και αποτελούν άλλο είδος

Ασθένειες. Οι συνηθέστερες αρρώστιες των σκόρδων είναι:
Η σκωρίαση
Παρουσιάζεται στα φύλλα σαν πολυάριθμα και πυκνά στίγματα σκουρόξανθα, τα όποια εμποδίζουν τη κανονική λειτουργία της βλαστήσεως. Προλαμβάνεται με 2-3 ψεκάσματα βορδιγαλείου πολτού (1 οκά θειικός χαλκός με 1 οκά ασβέστη σε 100 οκάδες νερό).




Η σήψης των βολβών
Είναι ένας μικρός μύκητας, ό όποιος ζει συνήθως ως σαπρόφυτο, αλλά κάποτε προσβάλλει τα σκόρδα και κρεμμύδια, όπου αναπτύσσεται σε παράσιτο. Παρουσιάζεται ως μαύρη μούχλα μεταξύ των λεπίων των βολβών. Ευνοείται σε πολύ υγρά εδάφη και εκεί πού γίνεται χρήσης φρέσκης κοπριάς. Για τα σκόρδα είναι επικίνδυνη αρρώστια. Θεραπευτικό μέσο δεν υπάρχει, παρά αποφυγή των αίτιων πού τη προκαλούν, είτε αλλαγή της καλλιέργειας για 3-4 χρόνια.

Από τα έντομα, οι σοβαρότεροι εχθροί είναι ό κρεμμυδοφάγος και ή μηλολόνθη, οι όποιοι προσβάλλουν τούς βολβούς. Καταπολεμούνται με άρσενικούχα δολώματα από αραβόσιτο ή πίτυρα, είτε με παγίδες.

Πηγή: Πρακτικός οδηγός του λαχανόκηπου-Παράρτημα «Γεωργικού δελτίου» μηνός Ιανουαρίου 1940
άπό